φοῖνιξ,-ικος

φοῖνιξ,-ικος
+ N 3 4-15-13-6-4=42 Ex 15,27; Lv 23,40; Nm 33,9; Dt 34,3; Jgs 1,16
date palm Ex 15,27; date (fruit of a date palm) 2 Sm 16,2; id. (ornament) Ez 41,25

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… …   Dictionary of Greek

  • οξυφοίνικος — ὀξυφοίνικος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξυφοίνικον ο οποπάναξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φοῖνιξ, ικος «πορφυρός»] …   Dictionary of Greek

  • σπαθοφοίνικον — τὸ, Α φύλλο φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + φοίνιξ, ικος, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • συμφοινίσσομαι — Α είμαι το ίδιο κόκκινος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φοινίσσω «κοκκινίζω, βάφω κόκκινο» (< φοῖνιξ, ικος «πορφυρό χρώμα»)] …   Dictionary of Greek

  • Λιβυφοίνιξ — Λιβυφοῑνιξ, ικος, ὁ (Α) ο Φοίνικας ο εγκατεστημένος στη Λιβύη, ο Καρχηδόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + Φοῖνιξ] …   Dictionary of Greek

  • λιβοφοίνιξ — λιβοφοῑνιξ, ικος, ὁ (Α) ο λίβας που έρχεται από τη Λιβύη, λιβόνοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «λίβας» + Φοῖνιξ «Καρχηδόνιος»] …   Dictionary of Greek

  • φοινεικοφόρος — ὁ, Α ονομασία υπηρέτη ιερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φοῖνιξ (Ι), ικος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”